Ντιζόν

Ντιζόν
(Dijon). Πόλη (147.200 κάτ. το 2003) της Γαλλίας και πρωτεύουσα του νομού Χρυσής Ακτής (Cote-d’Or). Βρίσκεται στην κεντροανατολική Γαλλία και αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο του διαμερίσματος της Βουργουνδίας. Σε υψόμετρο 247μ., στη διώρυγα της Βουργουνδίας και επί του ποταμού Ους, η Ν. είναι σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος, μεταξύ της κοιλάδας του Ροδανού και της λεκάνης των Παρισίων, στη διασταύρωση διεθνών σιδηροδρομικών γραμμών, σπουδαιότατη αγορά γεωργικών προϊόντων (οινολογικών, οπωροκηπευτικών και ζωοτεχνικών) της περιοχής και έδρα μεγάλων βιομηχανιών χημικών προϊόντων, μηχανών και προπάντων ειδών διατροφής· εκτός από αυτά παράγει και τα παλιά πατροπαράδοτα προϊόντα, μουστάρδες, κονσέρβες κλπ. Γνωστή από τους ρωμαϊκούς χρόνους με την ονομασία Divio, η Ν. ανήκε στους Βουργουνδούς (5ος αι.) και ύστερα στους δούκες της Βουργουνδίας, που την κατέστησαν λαμπρή πρωτεύουσά τους. Το 1477 περιήλθε στο γαλλικό στέμμα και παράκμασε πολιτικά, αλλά παρέμεινε μεγάλο πνευματικό κέντρο. Το 1722 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιό της. Κατά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 κατελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα που ηττήθηκαν όμως και αναγκάστηκαν από τον Γαριβαλδινό στρατό των Βοσγίων να εκκενώσουν τον τόπο. Ο στρατός αυτός πέτυχε –ανάμεσα στα άλλα– να κυριεύσει τη μοναδική σημαία την οποία έχασαν οι Πρώσοι, κατά τον πόλεμο εκείνο που στοίχισε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’ τον θρόνο και στο Παρίσι μια μακρά, φοβερή πολιορκία. Η πόλη, που επί Καρόλου του Τολμηρού (15ος αι.) ήταν ίσως το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό κέντρο ολόκληρης της Γαλλίας, είναι πλούσια σε περίφημα μνημειά, μεταξύ των οποίων οι γοτθικοβουργουνδικοί ναοί του Αγίου Μπενίν και της Παναγίας, ο ναός του Αγίου Μιχαήλ (16ος αι.), η μονή του Σανμόλ, και το ανάκτορο των δουκών της Βουργουνδίας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το αρχαιολογικό μουσείο και προπάντων το μουσείο καλών τεχνών που βρίσκεται στο δημοτικό μέγαρο. Άποψη της ιστορικής γαλλικής πόλης με τον καθεδρικό ναό της, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Mπενίν. Το περιφημότερα μνημείο της πόλης, η οποία από τον 11o – 15o αι. υπήρξε η λαμπρή πρωτεύουσα του δουκάτου της Βουργουνδίας, διεκδικώντας από το Παρίσι τα πολιτικά, οικονομικά, καλλιτεχνικά και πνευματικά πρωτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Φρανσουά — (Rude, Ντιζόν 1784 – Παρίσι 1855). Γάλλος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία της Ντιζόν με τον Φρανσουά Νεβόζ και στο Παρίσι εργάστηκε στο εργαστήριο του Πιερ Καρτέλα. Στις Βρυξέλες δημιούργησε, μαζί με τον Λουί Νταβίντ, τα μυθολογικά ανάγλυφα του… …   Dictionary of Greek

  • Ραμό, Ζαν - Φιλίπ — (Rameau, Ντιζόν 1683 – Παρίσι 1764). Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Περίφημος ήδη από τα εφτά του χρόνια ως βιρτουόζος του κλαβεσέν, κράτησε με αίγλη –ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1701– τη θέση του οργανίστα σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Σλούτερ, Κλάους ντε- — (Sluter). Γλύπτης φλαμανδικής καταγωγής (Χάαρλεμ 1340 Ντιζόν 1406). Έμεινε για λίγο στις Βρυξέλλες και κατόπιν στη Ντιζόν, όπου το 1385 τον προσκάλεσαν στην αυλή του Φίλιππου της Βουργουνδίας. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως γλύπτης στο… …   Dictionary of Greek

  • Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κιστερκιανός — η, ό 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κιστερκιανοί ρωμαιοκαθολικό μοναστικό τάγμα που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα στο Σιτώ τής Βουργουνδίας, κοντά στην Ντιζόν 2. αυτός που ανήκει στο τάγμα τών Κιστερκιανών ή σχετίζεται με αυτό και την εποχή του 3.… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”